- Φημίῳ
- Φήμιοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φημίῳ — φήμιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φημίωι — Φημίῳ , Φήμιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φημίωι — φημίῳ , φήμιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίθαρις — κίθαρις, ιος, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. είδος φόρμιγγας ή λύρας («κήρυξ δ ἐν χερσίν κίθαριν περικαλλέα θῆκεν Φημίῳ», Ομ. Οδ.) 2. η κιθαριστική τέχνη, η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα, το κιθάρισμα 3. διάδημα που αποτελεί μέρος τού στολισμού τής… … Dictionary of Greek